- μελανόεις
- μελανόεις, -εσσα, -εν (Α)μελανωπός, μελαψός, μαυρειδερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελανόεντα — μελανόεις darkish neut nom/voc/acc pl μελανόεις darkish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek